oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας: Ἡ πα­ραί­τη­ση

 










Ο ΦΑΝΑΡΙ ἄνα­ψε πρά­σι­νο. Ἔκα­νε δε­ξιὰ καὶ βγῆ­κε στὴν ἐθνι­κὴ ὁδό. Κάρ­φω­σε δευ­τέ­ρα, τρί­τη, τέ­ταρ­τη, πέμ­πτη. Ἔπια­σε τὰ ἑκα­τὸν σα­ράν­τα. Τὸ μαῦ­ρο, δί­πορ­το seat, τὴν ἔκα­νε κα­λὰ τὴ δου­λειά του.

       Τὰ χρώ­μα­τα γύ­ρω της ἄλ­λα­ζαν. Τὸ κί­τρι­νο τῆς ἡμέ­ρας χα­νό­ταν ἀπὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Κοί­τα­ξε στὸν κα­θρέ­φτη. Εἶ­χε ἀπο­μα­κρυν­θεῖ γιὰ τὰ κα­λὰ ἀπ’ τὴν Ἀθή­να. Συ­νέ­χι­σε νὰ ἀφή­νει πί­σω της ἄσφαλ­το. Στὰ δε­ξιά της τὸ φεγ­γά­ρι ἀνα­δυό­ταν ἀπὸ τὴ θά­λασ­σα. Ἑκα­τὸν ἑξῆν­τα χι­λιό­με­τρα. Ἄφη­σε λί­γο τὸ γκά­ζι. Πά­λι ἑκα­τὸν σα­ράν­τα. Ἔπια­σε τὸ πα­κέ­το μὲ τὰ τσι­γά­ρα ἀπὸ τὸ δι­πλα­νὸ κά­θι­σμα. Κα­τέ­βα­σε λί­γο τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ἴσα νὰ φεύ­γει ὁ κα­πνός. Ξε­τύ­λι­ξε τὸ φου­λά­ρι ἀπ’ τὸ λαι­μό. Τὸ ἔβα­λε πί­σω. Τὸ ἴδιο ἔκα­νε μὲ τὰ γυα­λιά, ποὺ εἶ­χε ἀκό­μα στὸ κε­φά­λι της ἀπ’ τὸ πρωΐ.

       

Ὁδη­γοῦ­σε ἀστα­μά­τη­τα. Εἶ­χε ἕνα ἔν­το­νο αἴ­σθη­μα τα­ρα­χῆς. Ἀγω­νία γιὰ τὸ αὐ­ρια­νὸ ραν­τε­βοῦ. Ὁ και­νούρ­γιος για­τρὸς καὶ τὰ φάρ­μα­κα ποὺ πρέ­πει νὰ τοῦ πλα­σά­ρει μὲ τὸν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο. Ἦταν τὸ νού­με­ρο ἕνα στὴν ἑται­ρεία. Στὰ τριάν­τα ἕξι της συ­νερ­γα­ζό­ταν μὲ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους για­τροὺς στὴν Ἑλ­λά­δα. Τοὺς κέρ­δι­ζε ὅλους, μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλ­λο τρό­πο.

       Κα­τέ­βα­σε κι ἄλ­λο τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἤθε­λε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀέ­ρα. Κά­πνι­σε πά­λι. Στὰ πεν­τα­κό­σια μέ­τρα ὑπῆρ­χε βεν­ζι­νά­δι­κο. Στα­μά­τη­σε. Εἶ­πε στὸν ὑπάλ­λη­λο νὰ τὸ γε­μί­σει καὶ νὰ κοι­τά­ξει τὰ λά­δια. Ἤξε­ρε πὼς χρεια­ζό­ταν ἀλ­λα­γή. «Εἶ­στε ἕτοι­μη», εἶ­πε ὁ ὑπάλ­λη­λος. «Εὐ­χα­ρι­στῶ», εἶ­πε ἡ Κων­σταν­τί­να. Δί­πλα ἀπὸ τὸ βεν­ζι­νά­δι­κο ἦταν τὸ «travel stop». Ση­μεῖο ἀνα­φο­ρᾶς γιὰ ντα­λι­κέ­ρη­δες, λε­ω­φο­ρεῖα, του­ρί­στες ἐσω­τε­ρι­κοῦ καὶ ἐξω­τε­ρι­κοῦ. Πα­ρήγ­γει­λε ἕνα δι­πλὸ κα­που­τσί­νο μὲ κα­νέ­λα σὲ πλα­στι­κὸ γιὰ τὸ δρό­μο. Πῆ­γε στὴν τουα­λέ­τα. Δὲν εἶ­χε γυ­ναι­κῶν καὶ ἀν­τρῶν. Μιὰ λε­κά­νη κοι­νὴ γιὰ ὅλους. Κά­τι τέ­τοιες στιγ­μὲς ἤθε­λε νὰ εἶ­ναι ἄν­τρας.

       Ἔβγα­λε ἀπὸ τὴν τσάν­τα της ἕνα μω­ρο­μάν­τι­λο, κα­θά­ρι­σε τὴν λε­κά­νη, κα­τέ­βα­σε τὸ παν­τε­λό­νι, τὴν κι­λό­τα της μέ­χρι τὰ γό­να­τα καὶ ἔκα­τσε. Ση­κώ­θη­κε, ἔβα­λε τὴν κι­λό­τα στὴ θέ­ση της, τὸ παν­τε­λό­νι καὶ τρά­βη­ξε τὸ κα­ζα­νά­κι. Πῆ­γε στὸν νι­πτῆ­ρα. Ἔπλυ­νε κα­λὰ τὰ χέ­ρια καὶ τὸ πρό­σω­πο. Μά­ζε­ψε τὰ ξαν­θά της μαλ­λιὰ μὲ ἕνα κο­κα­λά­κι ποὺ εἶ­χε πε­ρα­σμέ­νο στὸν καρ­πό της.

       Κοί­τα­ξε τὸν ἑαυ­τό της στὸν κα­θρέ­φτη. Ἔβα­λε τὸ χέ­ρι στὴν κοι­λιὰ καὶ τὴν χάϊ­δε­ψε. Ἔστρι­ψε τὸ σῶ­μα της ἀρι­στε­ρὰ καὶ με­τὰ δε­ξιά. Ἔψα­χνε γιὰ ἀλ­λα­γές. Ἔβγα­λε τὸ κι­νη­τό. Πλη­κτρο­λό­γη­σε τὸν ἀριθ­μὸ καὶ ἔβα­λε τὸ τη­λέ­φω­νο στὸ αὐ­τί. Χτύ­πη­σε τρεῖς φο­ρές. Δὲν τὸ σή­κω­σε κα­νείς. Δὲν πε­ρί­με­νε νὰ χτυ­πή­σει τέ­ταρ­τη φο­ρά. Τὸ ἔκλει­σε. Ἔτρε­ξε στὴν λε­κά­νη. Ἔκα­νε ἐμε­τό. Ἔρι­ξε νε­ρὸ στὸ πρό­σω­πο. Ἔβγα­λε τὸ κρα­γιὸν καὶ ἔβα­ψε τὰ χεί­λη της κόκ­κι­να. Ἄφη­σε τὰ μαλ­λιά της νὰ πέ­σουν στοὺς ὤμους. Ἔπια­σε τὸ στῆ­θος της καὶ κα­νό­νι­σε τὸ σου­τιέν. Ἄνοι­ξε ἕνα κουμ­πὶ ἀπὸ τὸ που­κά­μι­σο καὶ βγῆ­κε ἀπὸ τὸ μπά­νιο.

       Πῆ­ρε τὸν κα­φὲ γιὰ τὸν δρό­μο. Σὲ μιὰ ὥρα θὰ βρί­σκε­ται στὴ Λα­μία. Μέ­χρι τις δέ­κα τὸ βρά­δυ θὰ βρί­σκε­ται στὸ Βό­λο. Ἔβα­λε μπρο­στὰ τὴ μη­χα­νή. Βγῆ­κε στὴν ἐθνι­κή. Φυ­σοῦ­σε ἕνα ἁπα­λὸ ἀε­ρά­κι. Τρύ­πω­νε σὰν κλέ­φτης μέ­σα ἀπὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κου­βα­λοῦ­σε μα­ζί του την ἀλ­μύ­ρα τῆς θά­λασ­σας τοῦ Ἁγί­ου Κων­σταν­τί­νου.

       Εἶ­χε νυ­χτώ­σει γιὰ τὰ κα­λά. Στὰ ἀρι­στε­ρὰ τοῦ δρό­μου τὸ χῶ­μα μύ­ρι­ζε ἄνοι­ξη. Οἱ μι­κροὶ θά­μνοι πά­νω στοὺς λό­φους, τὸ θυ­μά­ρι, ἡ ρί­γα­νη καὶ ὁ Μάρ­της ποὺ μό­λις εἶ­χε μπεῖ. Τὰ χι­λιό­με­τρα ποὺ ἄφη­νε πί­σω της. Ἡ μά­να ποὺ ἄφη­σε πί­σω. Τὸ μω­ρὸ στὴν κοι­λιὰ κι ἐκεῖ­νος ὁ τύ­πος στὶς Βρυ­ξέλ­λες.

       Ἄνα­ψε τσι­γά­ρο. Ἑκα­τὸν πε­νῆν­τα χι­λιό­με­τρα. Ἡ μπλὲ τα­μπέ­λα στὸ δρό­μο γρά­φει, Λα­μία. Ἄνοι­ξε τὸ ρά­διο. Ἔπαι­ζε μό­νο γυ­φτο­τρά­γου­δα ποὺ τὰ ἀκοῦς με­τὰ τὸ τέ­ταρ­το πο­τό. Τὸ ἔκλει­σε. Θυ­μή­θη­κε πὼς στὸ ντου­λα­πά­κι εἶ­χε μιὰ κα­σε­τί­να μὲ cd. Ἔκο­ψε τα­χύ­τη­τα, ἔκα­νε δε­ξιὰ στὴν ἄκρη τοῦ δρό­μου, ἄνα­ψε ἀλὰρμ καὶ στα­μά­τη­σε. Μιὰ ντα­λί­κα τὴν προ­σπέ­ρα­σε κορ­νά­ρον­τας. The best of Miles Davis. Δῶ­ρο ἑνὸς πα­λιό­φι­λου ποὺ σύ­χνα­ζαν μα­ζὶ στὸ μπὰρ «Μύ­λος» στὰ Ἐξάρ­χεια.

       Τὸ ραν­τε­βοῦ μὲ τὸν για­τρὸ ἦταν γιὰ τὴν ἑπό­με­νη μέ­ρα στὶς δυὸ τὸ με­ση­μέ­ρι. Σὲ μι­σὴ ὥρα θὰ ἔφτα­νε. Εἶ­χε κλεί­σει δω­μά­τιο στὸ Xenia Palace. Ὁ Στέ­φα­νος θὰ τὴν πε­ρί­με­νε στὸ Grooο­ve γιὰ πο­τό. Ἦταν συν­τα­ξιοῦ­χος χει­ρουρ­γός. Ἀπὸ τοὺς λί­γους πε­λά­τες ποὺ ἔγι­ναν φί­λοι. Ὁ Στέ­φα­νος ἦταν ἤδη στὸ μπάρ. Πα­ρήγ­γει­λε ἕνα black μὲ τρεῖς πά­γους καὶ πε­ρί­με­νε τὴν Κων­σταν­τί­να.

       Μό­λις εἶ­χε φτά­σει στὸ πάρ­κινγκ τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. Πρὶν προ­λά­βει νὰ κα­τέ­βει, χτύ­πη­σε τὸ τη­λέ­φω­νο. Εἶ­χε μή­νυ­μα. «Δὲν μπο­ρῶ νὰ σοῦ μι­λή­σω τώ­ρα. Θὰ σὲ πά­ρω ὅταν ἐπι­στρέ­ψω ἀπὸ Βρυ­ξέλ­λες», ἔγρα­φε. Πῆ­γε στὶς ἐπα­φὲς τοῦ τη­λε­φώ­νου καὶ διέ­γρα­ψε τὸν ἀριθ­μό. Ἔβα­λε τὸ κι­νη­τὸ στὴν τσάν­τα. Βγῆ­κε ἀπὸ τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Ὁ προ­αύ­λιος χῶ­ρος τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου ἦταν κα­τα­πρά­σι­νος. Κα­λο­χτε­νι­σμέ­νοι θά­μνοι καὶ δέν­τρα τε­ρά­στια ποὺ σκέ­πα­ζαν τὸν οὐ­ρα­νό. Ἡ βρα­διὰ ἦταν ἥσυ­χη, μο­νά­χα ἡ θά­λασ­σα ἀκου­γό­ταν. Ἄνα­ψε τσι­γά­ρο. Ἅπλω­σε τὰ χέ­ρια της καὶ ἀγ­κά­λια­σε τὸν πλά­τα­νο. Ἔνιω­σε τὴν δύ­να­μη τῆς γῆς νὰ χτυ­πά­ει στὴν κοι­λιά της. Ἔκλα­ψε, ἔσβη­σε τὸ τσι­γά­ρο καὶ κά­θι­σε στὸ χῶ­μα. Μιὰ κα­λια­κού­δα ἀκού­στη­κε ψη­λά. Τὴν ἔνιω­σε στὸ κε­φά­λι της. Τὴν κου­τσού­λη­σε στὰ μαλ­λιά. Ἔβα­λε τὰ γέ­λια. Σκού­πι­σε τὰ μά­τια καὶ μπῆ­κε στὸ ξε­νο­δο­χεῖο. Τῆς ἔδω­σαν τὸ κλει­δὶ κι ἀνέ­βη­κε στὸ δω­μά­τιο.

       Ὁ Στέ­φα­νος πῆ­ρε κι ἄλ­λο πο­τό. Δὲν εἶ­χε πρό­βλη­μα νὰ εἶ­ναι μό­νος. Προ­τι­μοῦ­σε νὰ εἶ­ναι μό­νος. Ἦταν ἕνας ἥσυ­χος ἄν­θρω­πος, δὲν τὸν ἔπια­νε τὸ μά­τι σου. Λί­γα μα­λά­κια στὸ κε­φά­λι, ἄσπρα γέ­νια, κοι­λί­τσα καὶ ἑξῆν­τα πέν­τε χρό­νια στὴν πλά­τη. Δυὸ γά­μοι, δυὸ δια­ζύ­για καὶ μιὰ κό­ρη στὸ Πα­ρί­σι γιὰ σπου­δὲς ψυ­χο­λο­γί­ας. Ὁ κα­λύ­τε­ρος φί­λος τῆς Κων­σταν­τί­νας. Δὲν ζη­τοῦ­σε τί­πο­τα ἀπὸ ἐκεί­νη. Κα­νεὶς δὲν ἤθε­λε πα­ρα­πά­νω ἀπὸ ὅ,τι μπο­ροῦ­σε νὰ δώ­σει ὁ ἄλ­λος.

       Τὸν πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο. «Σὲ δέ­κα λε­πτὰ εἶ­μαι ἐκεῖ», εἶ­πε, «ἔπρε­πε νὰ λού­σω τὰ μαλ­λιά, μὲ κου­τσού­λη­σε ἕνα που­λὶ μό­λις ἔφτα­σα. Λὲς νὰ εἶ­ναι ση­μά­δι;» «Σί­γου­ρα εἶ­ναι ση­μά­δι. Νὰ πά­ρεις τα­ξί. Θὰ πιοῦ­με πο­λὺ σή­με­ρα.» «Στὸ μυα­λό μου εἶ­σαι. Ἔρ­χο­μαι», εἶ­πε ἡ Κων­σταν­τί­να.

       Εἶ­χαν νὰ βρε­θοῦν ἕναν χρό­νο οἱ δυό τους. Μὰ κά­θε φο­ρὰ ποὺ βρί­σκον­ταν ἢ μι­λοῦ­σαν στὸ τη­λέ­φω­νο, ἡ Κων­σταν­τί­να τοῦ ἔλε­γε πὼς εἶ­χε κου­ρα­στεῖ. Ἤθε­λε νὰ πα­ραι­τη­θεῖ ἀπ’ τὴ δου­λειά. Τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια δὲν ζοῦ­σε. Φρόν­τι­ζε τὴ μά­να της, ἱκα­νο­ποιοῦ­σε τοὺς ἐρα­στές της καὶ προ­ό­δευε στὴ δου­λειά. «Ὁ χρό­νος λι­γο­στεύ­ει. Δὲν περ­νᾶ­νε τὰ χρό­νια, Στέ­φα­νε, ἁπλὰ μειώ­νον­ται αὐ­τὰ ποὺ μᾶς ἀνα­λο­γοῦν. Τὸ σὲξ λι­γο­στεύ­ει, τὸ πο­τὸ δὲν μᾶς με­θά­ει πιά, μᾶς κά­νει μό­νο με­θυ­σμέ­νους.»

       Μπῆ­κε στὸ Grooove. Φο­ροῦ­σε ἕνα μαῦ­ρο με­τα­ξέ­νιο φό­ρε­μα, τα­κού­νια δω­δε­κά­πον­τα καὶ μιὰ κόκ­κι­νη ἐσάρ­πα στὴν πλά­τη. Ἀγ­κά­λια­σε τὸν Στέ­φα­νο καὶ ἔκα­τσε στὸ δι­πλα­νὸ σκαμ­πό. «Τί πί­νεις;», ρώ­τη­σε. «Black, ὅπως πάν­τα», ἀπάν­τη­σε. «Πᾶ­ρε ἕνα μπου­κά­λι», εἶ­πε. «Πρὶν λί­γο μί­λη­σα μὲ τὸν διευ­θυν­τὴ τῆς ἑται­ρεί­ας», εἶ­πε.

       «Καί;», ρώ­τη­σε ὁ Στέ­φα­νος.

       «Πα­ραι­τή­θη­κα!» φώ­να­ξε.

       «Αὐ­τὸ θὰ γιορ­τά­σου­με;»

       «Ὄχι.»

       «Τί;»

       «Εἶ­μαι ἔγ­κυος!»

       «Στὴν ὑγειά μας! Ὁ πα­τέ­ρας;»

       «Δὲν ἔχει πα­τέ­ρα».

       «Ποια­νοῦ εἶ­ναι;»

       «Εἶ­ναι δι­κό μου.»

 


Πη­γή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γή­μα­των Στὰ βρά­χια καὶ στὴ θά­λασ­σα (ἐκδ. Γρά­φη­μα, 2023).

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας (Λά­ρι­σα, 1986). Ἔχει ἐκ­δώ­σει δύο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές: Οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ ἀγα­πᾶ­με εἶ­ναι θαμ­μέ­νες στὸν κῆ­πο (αὐ­το­έκ­δο­ση, 2020). Τὸ Με­ρί­διο (Θρά­κα, 2022) καὶ μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Στὰ βρά­χια καὶ στὴ θά­λασ­σα (Γρά­φη­μα, 2023).


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2024.
Manage your email settings or unsubscribe.

WordPress.com and Jetpack Logos

oikoparaxenos στις 6:43 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.